- προσευκτήριος
- -α, -ο / προσευκτήριος, -ον, ΝΜΑτο ουδ. ως ουσ. το προσευκτήριο(ν)τόπος προσευχής, προσευχητήριομσν.-αρχ.κατάλληλος για προσευχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσεύχομαι + επίθημα -τήριος, -τήριον (πρβλ. εντευκ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.